... μια φωτογραφία ... μια εποχή! 

Είναι αλήθεια πως μέσα από μια φωτογραφία, προκαλούνται πολλά και έντονα συναισθήματα. Άλλες φωτογραφίες  προκαλούν λύπη γιατί π.χ. εικονίζουν σεισμούς, καταστροφές, θανάτους, άλλες προκαλούν όμορφα συναισθήματα γιατί π.χ. είναι από γάμους, βαφτίσια, γιορτές, βραβεύσεις, ή ακόμα άλλες  δηλώνουν αγωνία, φόβο κ.ο.κ.  Υπάρχουν πολλές φωτογραφίες στις οποίες διακρίνουμε έντονες στιγμές, γεμάτες χαρά και πόνο, που χιλιάδες λέξεων δεν θα αρκούσαν για να περιγράψουν το συναίσθημα των «πρωταγωνιστών» τους. 

Η φωτογραφία που δημοσιεύουμε στην πρώτη σελίδα, την οποία μας έστειλε η Μερόπη Καρακώστα, "τραβήχτηκε" πριν 36 χρόνια, στην αυλή του Μήτσιου-Φάνη (Δημήτρης Θ. Καρακώστας), την ημέρα του γάμου του γιου του Χρήστου (Πένια). Ο γαμπρός, αμέσως μετά το ξύρισμα, από τον ιστορικό κουρέα της Νεράιδας, Γιάννη Ζάχο, θέλησε να φωτογραφηθεί ανάμεσα από μια ομάδα βλάμηδων (τα λεγόμενα και μπρατίμια). Η φωτογραφία αυτή αποτέλεσε αφορμή να σταθούμε ιδιαίτερα και να υπενθυμίσουμε το σπουδαίο ρόλο που έπαιζαν τα μπρατίμια στην όλη (βδομαδιάτικη) προετοιμασία του παραδοσιακού γάμου, κάνοντας παράλληλα και μια γενική αναφορά σ' αυτόν.  Βέβαια η κατάθεση γίνεται μετά λόγου γνώσεως ότι η νεότερη γενιά δε θα ζητήσει και να τα βιώσει τέτοια γεγονότα, αλλά γιατί έχει (η κατάθεση) μια συναισθηματική και πολιτισμική αξία. Μια ελπίδα να μείνουν τα αγνά αυτά και τόσο παραστατικά έθιμα, σαν μια παρακαταθήκη, για να θυμίζουν μια περασμένη εποχή που όσο απομακρύνεται θα παίρνει την εικόνα ενός παραμυθιού.

Τι ήταν λοιπόν οι βλάμηδες, αλλά και οι βλάμισσες, ή αν θέλετε, τα μπρατίμια και οι μπρατίμισσες;  Ήταν χωριανοί-ες, κυρίως συγγενείς ή φίλοι του γαμπρού και της νύφης, που ορίζονταν από το γαμπρό (βλάμηδες) ή από τη νύφη (βλάμμισες), προκειμένου να εξυπηρετήσουν και να καλύψουν όλες τις απαιτήσεις του γάμου, καθόλη της διάρκεια της εβδομάδας (ως γνωστό οι προετοιμασίες του παραδοσιακού γάμου διαρκούσαν σχεδόν μια βδομάδα). Έφερναν προς αναγνώριση,  το "διακριτικό" λευκό μαντιλάκι, καρφιτσωμένο στο πέτο ή στον ώμο και ήταν σε διαρκή ετοιμότητα για να εξυπηρετήσουν τους καλεσμένους. 

Την Τετάρτη συγκεντρώνονταν συγγενείς και φίλοι, τόσο στο σπίτι του γαμπρού, όσο και στης νύφης, για να ετοιμάσουν το προζύμι και να ζυμώσουν την κουλούρα. Η διαδικασία έπαιρνε ιεροτελεστικό χαρακτήρα καθώς ένα αγόρι και δύο κορίτσια, τα οποία είχαν ζώντες και τους δύο γονείς, έριχναν μέσα στη σκάφη από τρεις κουταλιές αλεύρι, τρεις κουταλιές νερό και αλάτι. Έτσι ετοιμαζόταν το προζύμι. Χαρακτηριστικό της ημέρας ήταν το 'αλεύρωμα' του γαμπρού και της νύφης, σύμβολο της μακροζωίας (να ασπρίσουν σαν το αλεύρι). 

Από το απόγευμα της Πέμπτης, τα μπρατίμια, περνούσαν από τις γειτονιές και καλούσαν  στο γάμο τους συγγενείς και τους φίλους, κερνώντας τους ένα ποτηράκι ούζο, για τα "καλά στέφανα", από μια μπουκάλα, που κρατούσε ένας απ' την ομάδα. Την Πέμπτη επίσης ρυθμίζονταν και οι τελευταίες λεπτομέρειες πυρετωδώς και τα μπρατίμια του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι του νουνού με την κουλούρα να τον καλέσουν επίσημα στο γάμο.

Το απόγευμα της Παρασκευής, ο γαμπρός έστελνε τα δώρα του στη νύφη μέσα σε έναν δίσκο και τα μετέφεραν στο σπίτι της οι βλάμισσες και οι βλάμηδες. Τα δώρα συνήθως ήταν κουλούρα, παπούτσια, κάλτσες, ομπρέλα, καθρέφτης κλπ. Το συγγενολόι της νύφης τους υποδέχονταν με χαρά και με τις πιο θερμές και εγκάρδιες ευχές. Στη συνέχεια η νύφη δοκίμαζε τα παπούτσια, να δει αν είναι στο νούμερό της και προσποιούνταν ότι δεν της κάνουν. Ο αδερφός του γαμπρού (κι αν δεν υπήρχε ένας απ' τους βλάμηδες), τότε ασήμωνε τη νύφη μέχρι που κατάφερνε να της τα φορέσει. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, οι βλάμηδες προσπαθούσαν να κλέψουν κάτι από τα προικιά της νύφης, χωρίς να τους αντιληφθούν. Πολλές φορές πήγαιναν κρυφά στο κοτέτσι και έκλεβαν τον κόκορα η καμιά κότα! 

Το απόγευμα του Σαββάτου, άρχιζαν σιγά-σιγά οι καλεσμένοι να προσέρχονται στο χώρο όπου γινόταν το γλέντι και τα όργανα άρχιζαν με τραγούδια της τάβλας. Στη συνέχεια τα όργανα έπαιζαν αυθεντικά δημοτικά τραγούδια και με τη ... βοήθεια του τσίπουρου και των μεζέδων, οι καλεσμένοι κατά παρέες, έμπαιναν στο χορό και το γλέντι άναβε και τα μερακλώματα άρχιζαν. Αργότερα το βράδυ κι αφού οι  μάγειροι είχαν ετοιμάσει το φαγητό (φρόντιζαν να φθάνουν για όλους οι μερίδες), οι βλάμηδες και οι βλάμισσες σερβίριζαν με τη σειρά σε όλα τα τραπέζια των καλεσμένων. Μετά το φαγητό το γλέντι συνεχίζονταν μέχρι το πρωί.

Την Κυριακή και πριν το μεσημέρι, ο γαμπρός με τα μπρατίμια και άλλους συγγενείς και μπροστά τα όργανα που έπαιζαν δημοτικούς σκοπούς, πήγαιναν στο σπίτι του νουνού, κρατώντας μπουκάλια με ούζο και μόλις έφταναν, έπιναν δυο τρία ποτηράκια μαζί με το νουνό, έλεγαν τις ανάλογες ευχές και μετά επέστρεφαν όλοι μαζί στο σπίτι του γαμπρού. Στη συνέχεια κι αφού έτρωγαν όλοι μαζί, ακολουθούσε το ξύρισμα του γαμπρού, η τελευταία πράξη προετοιμασίας για το γάμο. 

Έρχονταν λοιπόν ο κουρέας του χωριού (όπως προαναφέραμε) μαζί με τα σύνεργά του στο σπίτι του γαμπρού, ο οποίος καθόταν σε μια καρέκλα και κρατούσε όλα τα απαραίτητα για το ξύρισμα, ενώ δίπλα του τοποθετούσαν ένα ταψί με ρύζι και λουλούδια. Ο νουνός πρώτος σταύρωνε το γαμπρό στο κεφάλι με κέρμα, του ευχόταν «καλά στέφανα» και έριχνε ανάλογα χρήματα στο ταψί. Στη συνέχεια περνούσαν ο πατέρας και η μητέρα του γαμπρού και μετά όλοι οι συγγενείς, σταύρωναν και καθώς έλεγαν τις ανάλογες ευχές τους, έριχναν τα χρήματα στο ταψί. Μετά αναλάμβανε το ξύρισμα ο κουρέας. Στην εκκλησία γίνονταν το Μυστήριο του γάμου, ενώ κατά την ώρα του «χορού του Ησαία», μαζί με το ρύζι έριχναν και κουφέτα, τα οποία γίνονταν ανάρπαστα από τα κορίτσια που τα μάζευαν και τα έβαζαν το βράδυ στο μαξιλάρι τους για να ονειρευθούν ποιος θα είναι ο ... καλός τους.

Μετά τα στέφανα, επέστρεφαν όλοι στο σπίτι του γαμπρού από διαφορετικό δρόμο. 'Οταν έφταναν στο σπίτι, η πεθερά μαζί με τον πεθερό έβγαιναν στην πόρτα του σπιτιού κι ενώ η πεθερά περίμενε στην πόρτα, ο πεθερός κατευθυνόταν προς τη νύφη, για να την κατεβάσει από το άλογο (αυτό γινόταν όταν οι αποστάσεις ήταν μεγάλες αλλιώς πήγαιναν με τα πόδια). Η νύφη, αφού προσκυνούσε τρεις φορές, όρθια πάνω στο άλογο, κατέβαινε με τη βοήθεια του πεθερού της, του οποίου φιλούσε το χέρι.    Ο  γαμπρός έμπαινε στο σπίτι και περίμενε να υποδεχτεί τη νύφη μέσα από την πόρτα.  Στο κατώφλι της πόρτας η πεθερά τοποθετούσε ένα πιάτο και η νύφη, μπαίνοντας, πατούσε δυνατά το πιάτο για να σπάσει, πράγμα που έδειχνε την 'αξιοσύνη' της. αλλά και για να πάει "γούρι" και να στεριώσει ο γάμος. 

Στη συνέχεια ακολουθούσε ο χορός των νεόνυμφων. Πρώτα χόρευε η νύφη της οποίας ο χορός διαρκούσε αρκετά. Τη νύφη κρατούσε είτε νουνός, είτε ο ίδιος ο γαμπρός και ακολουθούσαν με τη σειρά ο πατέρας του γαμπρού, ο πατέρας της νύφης, τα αδέρφια του γαμπρού, τα αδέρφια της νύφης οι θείοι. Μετά χόρευε ο  γαμπρός που θα τον κρατούσε η νύφη κι ο νουνός. Ακολουθούσε τρικούβερτο  γλέντι που κρατούσε μέχρι το πρωί. Κατά τη διάρκειά του, όταν κάποιος συγγενής της νύφης χόρευε, αυτή στεκόταν πάντα όρθια, φορώντας το νυφικό. Καθένας που χόρευε κερνούσε τους οργανοπαίχτες και μάλιστα οι πιο 'γλεντζέδες' τους τα κολλούσαν στο μέτωπο. Όταν κόντευε να ξημερώσει, νύφη έβγαζε το νυφικό της και φορούσε το 'δεύτερο' φόρεμά της. Το γλέντι έκλεινε, πολλές φορές, χορεύοντας καγκελάρι στην αυλή του σπιτιού. Ύστερα έφευγαν οι μακρινοί συγγενείς και παρέμεναν οι κοντινοί με τον νουνό. Τότε νύφη μοίραζε τα δώρα. Στο νουνό έδινε, απαραίτητα, μια όμορφη φλοκάτη, καθώς και πουκάμισο, μάλλινες κάλτσες, πετσέτα, χειρομάντηλο κ.ά. Ακολουθούσαν τα δώρα προς τα πεθερικά της, προς τα αντραδέρφια της και τους στενούς συγγενείς, μέχρι το βαθμό συγγένειας που είχαν προκαθορίσει με το γαμπρό. Όταν τελείωνε το μοίρασμα των δώρων, ο γάμος τελείωνε. Οι συγγενείς του γαμπρού ξεπροβόδιζαν τον νουνό, με τη συνοδεία των οργάνων.