Τ' 'Αη-Γιώργη ο πλάτανος

2020-05-15

Σκιαγραφεί ο Ηλίας Κ. Ζάχος

Φεύγοντας, πήρα μαζί μου τη σκιά σου και το θρόισμα των φύλλων σου, πορεύτηκα στις πόλεις με τους χαμηλούς ορίζοντες, κρατούσα όμως τις όμορφες παιδικές συντροφιές και τις σκέψεις που κάναμε καθισμένοι γύρω-γύρω απ' τον κορμό σου και τη δροσιά σου, όμορφε πλάτανέ μου και μόνιμη πηγή μου και δύναμή μου.

Σ΄ έφαγε ο χρόνος και η θλίψη για το χωριό μας, σ΄έφαγε η έγνοια για τη συντροφιά σου. Μόνιμη συντροφιά τα παιδιά με τις φωνές, οι γέροντες με τις ιστορίες και η καμπάνα του χωριού μας που κρέμονταν στο κλωνάρι σου, γιατί το καμπαναριό το κάψανε τα γεράκια του πολέμου και της οργής.

Σταμάτησαν στη σκιά σου ν΄αλλάξουν τον κόσμο οι αντάρτες και κάθισαν στη σκιά σου γύρω-γύρω, άλλοι αντάρτες να φκιάξουν τον κόσμο. Τους άκουγες και το απόγευμα μιλούσες μ΄εμάς τα παιδιά και το θρόισμά σου ήταν κάπως θλιμμένο.

Τι άλλο να σου γράψω, τι άλλο να σου πω. Είμαι θλιμμένος κι εγώ, είμαι γιατί τα ξερά κομμάτια σου ράγισαν την καρδιά μου και μένουν σιωπηλός και κίτρινος, χωρίς κάτι να περιμένω.

Έτσι χαιρέτησες το βοριά, τα χιόνια, την άνοιξη, το καλοκαίρι και όταν τα φύλλα σου κιτρίνιζαν το φθινόπωρο, ήταν η ώρα να φύγουμε και μας χαιρέταγες γυμνός και με το γέλιο σου.

Γεια σου φίλε μου και σύντροφε!

Ηλίας Κ. Ζάχος